Αν δεν μπορείς να είσαι ποταμός, ζωή να δίνεις με τα νερά σου, σε κάμπους, σε δάση, σε λιβάδια, σε χωριά, σε πολιτείες, γίνε ρυάκι. Γίνε ρυάκι να δροσίζεις τα πουλιά, τ’ αγρίμια, τους ταξιδευτές, τα ζωντανά του κουρασμένου του βοσκού, που πριν το λιόγερμα, στο τόπο το σωστό τους θέλει να ναι.
Αν δεν μπορείς να είσαι ήλιος, κι όλο τον κόσμο να φωτίζεις, γίνε αστεράκι. Γίνε αστεράκι και δώσε φως, σ’ αυτόν που από σένα περιμένει, απ’ το σκοτάδι να τον βγάλεις.
Αν δεν μπορείς να είσαι λεωφόρος , και διάβα πλατύ να γίνεσαι, λαών, στρατιών, εμπόρων, πραματευτών, δούλων κι’ αφεντάδων, γίνε μονοπάτι κι ατραπός. Γίνε μονοπάτι, κι ατραπός, βοήθα τον ταξιδευτή στον τόπο του να φτάσει, , τον μουσαφίρη, να επιστρέψει σπίτι του, κι αυτόν που χάθηκε, τον δρόμο του ξανά να βρει.
Αν δεν μπορείς να είσαι φλόγα, σπίτια, χωριά και πόλεις, ζωή και ζεστασιά να τους γεμίζεις, γίνε μια σπίθα. Γίνε μια σπίθα, κι αυτόν που μόνος με τις σκέψεις βασανίζεται, ζέστανέ του την ψυχή την παγωμένη.
Αν δεν μπορείς να είσαι δένδρο, με φυλλωσιά πυκνή, γέρους και μικρούς, στην σκέπη της δροσιάς σου ν’ αγκαλιάζεις, γίνε ένας θάμνος. Γίνε ένας θάμνος , δώσε αφορμή σ’ αυτόν που λαχταρά μα δεν γνωρίζει πως, την γύμνια του να κρύψει στο χορτάρι σου.
Μη φανταστείς πως η ζωή μπορεί εσύ να είσαι. Ούτε το φως, δεν είσαι εσύ, δεν γίνεται. Ούτε η βροχή, ο άνεμος κι η θάλασσα, μπορείς εσύ να είσαι, δεν γίνεται. Μα δεν είναι αυτό εσύ που έψαχνες. Ούτε και είναι αυτό που εγώ σου λέω.
Μπορείς να είσαι βογκητό κι αναπνοή βαθειά, μα όχι η ζωή. Μπορείς να είσαι ηλιαχτίδα, δεν γίνεται το φως εσύ να είσαι. Μπορείς να είσαι σφύριγμα στην χαραμάδα, μα όχι ο άνεμος. Μπορείς να είσαι η αύρα του μεσημεριού η ανάλαφρη, μα όχι η θάλασσα. Δροσοσταλιά του πρωινού, στης τριανταφυλλιάς τα ροδοπέταλα, μα όχι η βροχή.
Μη γίνεις ένα τίποτα, δεν θέλω. Και δεν νοιαστείς ποτέ και για κανέναν.
Μην γίνεις ένα τίποτα, δεν θέλω. Και δεν χαρείς, την θάλασσα, τον ήλιο, τον άνεμο και την βροχή.
Μην γίνεις ένα τίποτα, δεν θέλω.
Και η ζωή κάτω από το βλέμμα σου περάσει, κι εσύ στην άκρη του καλντεριμιού, ακόμη περιμένεις τα δώρα της να σου χαρίσει.
Μην γίνεις ένα τίποτα, δεν θέλω. Δεν θέλω τι είναι αγάπη να αγνοείς. Τι είναι ο πόνος, τι ναι η λύπη, τι ναι η χαρά να μην το ξέρεις.
Θέλω να ζεις και να γυρεύεις. Μαζί με όλους, μα και μόνος αν σου πρέπει. Τον ήλιο απέναντι θέλω πάντα να έχεις, και του βοριά το φύσημα, δύναμη πάντα να σου δίνει.
Της Άνοιξης τα χρώματα θέλω στα στήθια πάντα να φοράς, και του φεγγαριού η όψη και το φως, στα χείλη σου χαμόγελο.
Την θέρμη του Αυγούστου, θέλω η ψυχή σου πάντα να χει. Κι αν το στόμα σου ποτέ στεγνώσει, δροσιά του πρωινού να το γλυκάνει.
Μα ένα μόνο θα θελα ποτέ να μην συμβεί. Μην γίνεις ένα τίποτα, δεν θέλω.
Από την συλλογή <Απέραντο λευκό> του Κεραμιδά Κυριάκου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου